Loading...
Πόση αξία έχει άραγε η υπογραφή της Τράπεζας Πειραιώς;  Αρις Καζάκος*

Πόση αξία έχει άραγε η υπογραφή της Τράπεζας Πειραιώς; Αρις Καζάκος*

09.09.2019, 06:00

Πόση αξία έχει άραγε η υπογραφή της Τράπεζας Πειραιώς;

Αρις Καζάκος*

  • Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας κ. Μεγάλου με επιστολές που απέστειλε σε όσους είχαν αρνηθεί τη μεταφορά διατυπώνει με ιταμό τρόπο έναν ακραίο εκβιασμό, την απειλή απολύσεων αν δεν ανακαλέσουν την αρχική τους άρνηση να συμμετάσχουν στην απόσχιση

  • Η περιφρόνηση της κείμενης εργατικής νομοθεσίας δεν είναι κάτι καινούργιο για την τράπεζα. Και χωρίς να ξύσει κανείς το διαφημιστικό λούστρο, είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού η βία ως κανόνας στον χειρισμό των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού της από την Τράπεζα Πειραιώς υπό τον μανδύα ενός, νομικά ανύπαρκτου, διευθυντικού δικαιώματος.

Το ερώτημα του τίτλου είναι ρητορικό. Αποδείχθηκε ότι ακόμη και οι γραπτές δεσμεύσεις της Τράπεζας Πειραιώς, ακόμη και αυτές που αναλαμβάνει οικειοθελώς, δεν έχουν καμιά απολύτως αξία γι’ αυτήν. Η τράπεζα τις αντιμετωπίζει σαν να ήταν παλιόχαρτα.

Aυτό δείχνει η ακραία περιφρόνησή της προς τη γραπτή δέσμευσή της ότι η μεταφορά του προσωπικού της που είναι ενταγμένο στη διαχείριση «κόκκινων» δανείων (RBU) σε διάδοχη εταιρεία θα γίνει σε εθελοντική βάση.

Η περιφρόνηση της κείμενης εργατικής νομοθεσίας δεν είναι κάτι καινούργιο για την τράπεζα. Και χωρίς να ξύσει κανείς το διαφημιστικό λούστρο, είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού η βία ως κανόνας στον χειρισμό των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού της από την Τράπεζα Πειραιώς υπό τον μανδύα ενός, νομικά ανύπαρκτου, διευθυντικού δικαιώματος.
Οι παράνομες μειώσεις μισθών, πάνω από τα όρια που έθεσε η κλαδική συλλογική σύμβαση της ΟΤΟΕ του 2013, οι μαζικές μονομερείς βλαπτικές μεταβολές των όρων εργασίας, το «πάγωμα» μισθολογικών και βαθμολογικών προαγωγών του προσωπικού εδώ και χρόνια, η περιφρόνηση των ισχυόντων κανονισμών εργασίας χάριν ενός, ουσιαστικά, απεριόριστου διευθυντικού δικαιώματος που επιβάλλεται με τη βία, οι απλήρωτες αδήλωτες παράνομες υπερωρίες που οδήγησαν μάλιστα, για πρώτη φορά στα χρονικά των τραπεζών, σε προσωρινό κλείσιμο υποκαταστήματος της τράπεζας στη Θεσσαλονίκη από το ΣΕΠΕ, η δημιουργία προσωπικού β’ κατηγορίας στην τράπεζα με τον δανεισμό εργαζομένων, που ελέγχεται πολλαπλώς για τους σκοπούς και τη διάρκειά του, οι εν κρυπτώ συλλογικές διαπραγματεύσεις με καταπάτηση του δικαιώματος παρέμβασης των αρμόδιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, η άρνηση ενημέρωσης και διαβούλευσης με συνδικαλιστικές οργανώσεις της τράπεζας…
Όταν ανακοινώθηκαν από την τράπεζα η απόσχιση του κλάδου διαχείρισης «κόκκινων» δανείων (RBU) και η μεταφορά του σε διάδοχη εταιρεία, η τράπεζα δεσμεύτηκε γραπτώς ότι η μεταφορά των εργαζομένων στη διάδοχη εταιρεία θα γινόταν σε εθελοντική βάση.

Η αρχική γραπτή δέσμευση της τράπεζας, με δικαιοπρακτική της δήλωση που περιλαμβάνεται στο από 3.6.2019 δελτίο Τύπου που υπογράφει ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας κ. Μεγάλου, ότι το προσωπικό θα μεταφερθεί στη διάδοχη εταιρεία μόνο αν το επιλέξει το ίδιο, επαναλήφθηκε με την από 25.7.2019 συμφωνία της με την ΟΤΟΕ και τον αντιπροσωπευτικό Σύλλογο Εργαζομένων της τράπεζας.

Με τη συμφωνία αυτή η τράπεζα εγγυήθηκε ακόμη τη διατήρηση σειράς εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων για όσους εργαζομένους επιλέξουν τη μεταφορά. Για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ η συμφωνία αυτή είναι νομικά ατελής, γεγονός που επισημάνθηκε στην τράπεζα, από την οποία και ζητήθηκαν συμπληρωματικές εγγυήσεις. Το βασικό ωστόσο ζήτημα, αυτό που βάρυνε αποφασιστικά στην τελική επιλογή των εργαζομένων, ήταν η επισφάλεια των εργασιακών τους σχέσεων υπό τη διάδοχη εταιρεία. Γι’ αυτό και η πλειονότητα των εργαζομένων στα «κόκκινα» δάνεια άσκησε το «δικαίωμά» της να αρνηθεί τη μεταφορά στη διάδοχη εταιρεία.

Η συνέχεια είναι αποκαλυπτική για την ασυνέπεια της τράπεζας έναντι των εργαζομένων της και την περιφρόνησή της προς όσα γραπτώς δεσμεύτηκε η ίδια να πράξει.
Ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας κ. Μεγάλου με επιστολές που απέστειλε σε όσους είχαν αρνηθεί τη μεταφορά διατυπώνει με ιταμό τρόπο έναν ακραίο εκβιασμό, την απειλή απολύσεων αν δεν ανακαλέσουν την αρχική τους άρνηση να συμμετάσχουν στην απόσχιση. Η εκούσια, σύμφωνα με τη γραπτή δέσμευση της τράπεζας, συμμετοχή των εργαζομένων στην απόσχιση μετατράπηκε από τον κ. Μεγάλου στο εκβιαστικό δίλημμα: Ή επιλέγετε «ελεύθερα» να συμμετάσχετε στην απόσχιση ή απολύεστε.

Οι παράνομες πρακτικές των μεγάλων επιχειρήσεων στα εργασιακά συναντώνται με τα ζητήματα που θέτει η άσκηση της λεγόμενης «μεγάλης επιχειρηματικότητας» στη χώρα μας, που είναι ευρέως γνωστά. Είναι μια επιχειρηματικότητα κρατικοδίαιτη και διαπλεκόμενη με την πολιτική εξουσία και τα ΜΜΕ, μια επιχειρηματικότητα που μετατρέπει το πολιτικό κεφάλαιο, π.χ. από τη θητεία σε κυβερνητικές θέσεις ή σε κορυφαίες θέσεις κρατικών τραπεζών και, γενικά, επιχειρήσεων, σε σκέτο κεφάλαιο. Μια επιχειρηματικότητα που βαρύνεται επιπλέον με τη συνεργασία/συνέργεια που πρόσφερε στην τρόικα για την εφαρμογή των αντικοινωνικών και καταστρεπτικών για την ίδια την οικονομία πολιτικών στην περίοδο των μνημονίων.

Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ το ζήσαμε στην περίοδο των μνημονίων και της τρόικας: Εργοδοτικές οργανώσεις και συγκεκριμένοι επιχειρηματίες, που αξιοποίησαν νομικούς ως βοηθούς εκπλήρωσης, προώθησαν τα αιτήματά τους και «έδωσαν» στην τρόικα τις τεχνικές λεπτομέρειες για τη λειτουργία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της Διαιτησίας του ΟΜΕΔ στην Ελλάδα. Γι’ αυτό άλλωστε και τα χτυπήματα της τρόικας στο Εργατικό Δίκαιο και ιδίως στο Δίκαιο των Συλλογικών Συμβάσεων και της Διαιτησίας, με βασικό εργαλείο το εφαρμοστικό νομοθέτημα του δεύτερου Μνημονίου, την ΠΥΣ 6/2012, ήταν «χειρουργικά».
Κάποιες κορυφαίες εργοδοτικές οργανώσεις δεν έκρυβαν τη χαρά τους και χαιρέτιζαν τα μνημόνια, που, κατ’ αυτές, αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τα εφεύρουμε. Αξίζει να σημειωθεί ότι από αυτούς που εμφανίστηκαν αρχικά ως «κουκουλοφόροι»/βοηθοί της τρόικας, κάποιοι, οι πιο θρασείς, έβγαλαν στη συνέχεια την κουκούλα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που μένει να γραφεί και θα γραφεί.

Και η κοινωνία, τα χρήματα της οποίας διαχειρίζονται οι τράπεζες, πόσο ακόμη θα ανέχεται πρακτικές που απαξιώνουν την εργασία, δηλαδή την ίδια; Που αν μείνει άπραγη θα έχει αύριο να αντιμετωπίσει, εκτός των άλλων, και τους γύπες των funds που θα επιπέσουν στην όποια απομένουσα περιουσία της; Ιδίως για όσους έχουν αποδεχτεί την εσχατολογική ανοησία τού «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (ΤΙΝΑ), ένα παράδειγμα αποτελεσματικής κινητοποίησης της κοινωνίας είναι αυτό που μας δίνει η περίπτωση της Lidl στη Γερμανία πριν από λίγα χρόνια.

Η γερμανική κοινωνία με μια κινηματική αρνητική δημοσιότητα ανάγκασε την εταιρεία να σεβαστεί τους εργαζομένους της. Η κοινωνία οφείλει να γνωρίζει ότι τίποτε δεν φοβίζει περισσότερο έναν αυταρχικό εργοδότη σήμερα από μια εκστρατεία αρνητικής δημοσιότητας εναντίον του ή από την απειλή ενός γενικευμένου μποϊκοτάζ.

* Ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

 

Facebook Twitter Google+ Pinterest

Newsletter